madama_butterfly_375x667

Όπερα

ΜΑΝΤΑΜΑ ΜΠΑΤΤΕΡΦΛΑΪ

Τζάκομο Πουτσίνι

155'

Από έως

ΙΣΝ Μέγας Δωρητής  ΕΛΣ & Δωρητής Παράστασης

Χορηγός παράστασης

Περιγραφή

H επιτυχημένη παραγωγή της Μαντάμας Μπαττερφλάι, η οποία άνοιξε τη φθινοπωρινή σεζόν της Εθνικής Λυρικής Σκηνής τον Οκτώβριο του 2020, εγκαινιάζει την GNO TV, τη νέα διαδικτυακή τηλεόραση της ΕΛΣ. Το αριστούργημα του Πουτσίνι παρουσιάστηκε σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού, σκηνοθεσία Ούγκο ντε Άνα και με τη διεθνώς καταξιωμένη σοπράνο Ερμονέλα Γιάχο στον ρόλο του τίτλου.

Η βιντεοσκόπηση της παραγωγής έγινε στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος στις 10 και 16 Οκτωβρίου 2020. Η παράσταση παρουσιάζεται με δυνατότητα επιλογής υποτίτλων σε ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά.

Η υπόθεση της όπερας αφορά τον μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, ο αξιωματικός επιστρέφει με την Αμερικανίδα σύζυγό του στην Ιαπωνία, μαθαίνοντας ότι έχει αποκτήσει γιο από την Μπαττερφλάι. Εκείνη δέχεται να παραδώσει το παιδί μονάχα στον ίδιο τον Πίνκερτον και στη συνέχεια αυτοκτονεί.

Διάσημη για τις υπέροχες άριες, την πρόδηλα μελωδική μουσική και τη δραματική θεατρικότητά της, η Μαντάμα Μπαττερφλάι συγκινεί διαχρονικά και προκαλεί έντονα συναισθήματα. Ο Πουτσίνι δεν διστάζει να τη χαρακτηρίσει ως την πιο αγαπημένη του όπερα, ενώ με τις μετέπειτα τροποποιήσεις ανάγει την αλαβάστρινη μορφή της ηρωίδας του σε σύμβολο ανεξάντλητης υπομονής και αιώνιας, σταθερής αγάπης.

Για την Εθνική Λυρική Σκηνή η Μαντάμα Μπαττερφλάι του Τζάκομο Πουτσίνι αποτελεί ένα έργο ορόσημο, καθώς υπήρξε η πρώτη όπερα που ανέβασε ο τότε νεοϊδρυθείς οργανισμός στις 25 Οκτωβρίου 1940, τρεις μέρες πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Στην ιστορική εκείνη πρεμιέρα, η οποία πραγματοποιήθηκε στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, παρέστη ο γιος του συνθέτη, ο Αντόνιο Πουτσίνι, αλλά και ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος λίγες ώρες αργότερα θα έδινε στην ελληνική κυβέρνηση το ιταλικό τελεσίγραφο πολέμου. Φέτος, με τη συμπλήρωση των 80 ετών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η Μπαττερφλάι επέστρεψε στο νέο σπίτι της ΕΛΣ, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, όχι μόνο για να τιμήσει την επέτειο, αλλά και για να σημάνει την επανεκκίνηση της ΕΛΣ μετά την πανδημία και να καταδείξει ότι η τέχνη και ο πολιτισμός επιβιώνουν στις πιο δύσκολες συνθήκες, καθώς αποτελούν την κινητήρια δύναμη για τον άνθρωπο και την κοινωνία.

Τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια της παραγωγής, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε το 2013 στο Ηρώδειο και αναβίωσε σε μια νέα εκδοχή για τη σκηνή της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος, υπογράφει ο διάσημος Αργεντινός σκηνοθέτης Ούγκο ντε Άνα. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή παραγωγή με παραδοσιακά γιαπωνέζικα κοστούμια, ενώ τα σκηνικά και οι προβολές εικονοποιούν με εντυπωσιακό τρόπο τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου από τη μια και τον ψυχισμό της ηρωίδας από την άλλη. Τις προβολές υπογράφει ο Σέρτζιο Μετάλλι, ενώ τους φωτισμούς ο Βαλέριο Αλφιέρι.

Trailer

Με μια ματιά – Σύνοψη

Η Μαντάμα Μπαττερφλάι με μια ματιά

Ο συνθέτης
O Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της Τοσκάνης στις 22 Δεκεμβρίου 1858. Δεν ήταν μόνον το πέμπτο από επτά αδέλφια, αλλά και ο πέμπτος κατά σειρά μουσικός μιας οικογένειας απ’ όπου κατάγονταν οργανίστες του καθεδρικού ναού της πόλης, αρχιμουσικοί και συνθέτες κυρίως εκκλησιαστικής μουσικής. Μέχρι σήμερα ο Πουτσίνι παραμένει ένας από τους επιτυχέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς τα περισσότερα έργα του βρίσκονται σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων του κόσμου. Η προσωπική του γλώσσα διαμορφώθηκε με μεγάλη σαφήνεια ήδη από την τρίτη του όπερα, Μανόν Λεσκώ (1893), ενώ με τα επόμενα τρία έργα του, Μποέμ (1896), Τόσκα (1900) και Μαντάμα Μπαττερφλάι (1904), αναγνωρίστηκε ως ο σημαντικότερος διάδοχος του Τζουζέππε Βέρντι. Η πρόδηλα μελωδική μουσική και η έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τις όπερές του απάντησαν με επιτυχία στα αιτήματα της εποχής. Πέθανε το 1924, αφήνοντας ανολοκλήρωτη την τελευταία του όπερα, την Τουραντότ (1926)

Το έργο
Η Μαντάμα Μπαττερφλάι είναι «γιαπωνέζικη τραγωδία» σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένο από το ομότιτλο μονόπρακτο θεατρικό έργο (1900) του Αμερικανού Ντέιβιντ Μπελάσκο, το οποίο βασίστηκε σε σύντομο διήγημα (1898) του επίσης Αμερικανού Τζων Λούθερ Λονγκ. Αρκετά στοιχεία πηγάζουν επίσης από το μυθιστόρημα Μαντάμ Κρυζαντέμ (1887) του Γάλλου Πιερ Λοτί.  Πρεμιέρες

Η Μαντάμα Μπαττερφλάι πρωτοπαρουσιάστηκε ως δίπρακτη όπερα στη Σκάλα του Mιλάνου στις 17 Φεβρουαρίου 1904. Αναθεωρημένη, σε τρεις πράξεις, δόθηκε στο Μεγάλο Θέατρο της ιταλικής πόλης Mπρέσα στις 28 Μαΐου 1904. Η μορφή στην οποία παρουσιάζεται το έργο στις μέρες μας βασίζεται σε εκδοχή του Πουτσίνι για τον θίασο της Κωμικής Όπερας του Παρισιού που ανέβηκε στη γαλλική πρωτεύουσα στις 28 Δεκεμβρίου 1906.


Σύνοψη

Α΄ Πράξη
Ναγκασάκι, αρχές 20ού αιώνα. Ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχος του Ναυτικού των ΗΠΑ, ρυθμίζει με τον Γκόρο, Ιάπωνα μεσίτη γάμων, τις τελευταίες λεπτομέρειες της γαμήλιας ένωσής του με τη δεκαπεντάχρονη γκέισα Τσο-Τσο-Σαν, την αποκαλούμενη «Μπαττερφλάι». Ο Πίνκερτον πληροφορεί τον Αμερικανό πρόξενο Σάρπλες ότι, σύμφωνα με το ιαπωνικό δίκαιο, για τον ίδιον η ένωση αυτή δεν είναι δεσμευτική και μπορεί να λυθεί σε οποιονδήποτε χρόνο. Μάταια ο Σάρπλες επισημαίνει στον αξιωματικό ότι για την έφηβη Τσο-Τσο-Σαν η τελετή είναι σοβαρή υπόθεση

Καταφτάνει η νύφη με συγγενείς, φίλους και φίλες της. Παρουσιάζει στον Πίνκερτον τα λιγοστά της υπάρχοντα, που περιλαμβάνουν το τελετουργικό μαχαίρι με το οποίο αυτοκτόνησε ο πατέρας της. Αμέσως μετά φτάνει ο Μπόνζο, ιερέας και θείος της γκέισας, που την καταριέται επειδή απαρνήθηκε τη θρησκευτική πίστη της. Το ίδιο ζητά από τους παρευρισκόμενους συγγενείς. Η Τσο-Τσο-Σαν μένει μόνη με τον Πίνκερτον, που προσπαθεί να την παρηγορήσει. Η υπηρέτριά της Σουτζούκι την ετοιμάζει για την πρώτη νύχτα του γάμου και η ερωτευμένη Μπαττερφλάι σμίγει με τον σύζυγό της στον κήπο.

Β΄ Πράξη
Τρία χρόνια αργότερα στην ίδια κατοικία η Τσο-Τσο-Σαν και η Σουτζούκι συζητούν μόνες. Ο Πίνκερτον έφυγε για την πατρίδα του λίγο μετά τον γάμο και δεν επέστρεψε από τότε. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη παραμένει πιστή και ονειρεύεται τη μέρα που θα τον ξαναδεί. Φτάνει ο Σάρπλες, θέλοντας να την προετοιμάσει για την επιστροφή του Πίνκερτον μαζί με την Αμερικανίδα σύζυγό του. Η Τσο-Τσο-Σαν αρνείται να τον ακούσει. Του δείχνει τον γιο που απέκτησε από τον Πίνκερτον. Στολίζει το σπίτι για την υποδοχή του και, πλάι στο παιδί και στη Σουτζούκι, τον περιμένει άγρυπνη όλη νύχτα.

Ξημερώνει και η Τσο-Τσο-Σαν παίρνει το παιδί σε διπλανό δωμάτιο για να το νανουρίσει. Μπαίνουν ο Πίνκερτον και ο Σάρπλες. Ζητούν από τη Σουτζούκι να μιλήσει με την Αμερικανίδα σύζυγο, που περιμένει έξω από το σπίτι. Ο Πίνκερτον αναπολεί το παρελθόν. Κυριευμένος από τύψεις, αποφεύγει να αντιμετωπίσει την Τσο-Τσο-Σαν και αποχωρεί. Εμφανίζεται η Μπαττερφλάι, που τον αναζητά. Έντρομη, βλέπει την ξένη γυναίκα στον κήπο. Πληροφορείται από τον Σάρπλες και τη Σουτζούκι ότι ο Πίνκερτον δεν θα γυρίσει ποτέ πια κοντά της. Φαίνεται να αποδέχεται όσα συμβαίνουν, δέχεται να δώσει ακόμα και τον γιο τους, αρκεί να τον παραλάβει ο ίδιος ο Πίνκερτον. Η Τσο-Τσο-Σαν ζητά να μείνει μόνη και αποφασίζει να θέσει τέλος στη ζωή της. Σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί το κακό, η Σουτζούκι στέλνει κοντά της το παιδί. Εκείνη, αφού το αποχαιρετήσει με σπαρακτικό πόνο, του δένει τα μάτια και αυτοκτονεί λίγο πριν από τον ερχομό του Πίνκερτον.

Συντελεστές – Διανομή

Μουσική διεύθυνση Λουκάς Καρυτινός
Σκηνοθεσία, σκηνικά, κοστούμια Ούγκο ντε Άνα
Σχεδιασμός προβολών Σέρτζιο Μετάλλι Ideogamma SRL
Φωτισμοί Βαλέριο Αλφιέρι
Διεύθυνση χορωδίας Αγαθάγγελος Γεωργακάτος

Τσο-Τσο-Σαν Ερμονέλα Γιάχο
Σουτζούκι Χρυσάνθη Σπιτάδη
Κέιτ Πίνκερτον Βιολέττα Λούστα
Πίνκερτον Τζανλούκα Τερρανόβα
Σάρπλες Διονύσης Σούρμπης
Γκόρο Νίκος Στεφάνου
Πρίγκιπας Γιαμαντόρι Μάριος Σαραντίδης
Μπόνζο Γιάννης Γιαννίσης
Γιακουζιντέ Πέτρος Σαλάτας    
Αυτοκρατορικός επίτροπος Διονύσης Τσαντίνης
Ληξίαρχος Θεόδωρος Αϊβαλιώτης 
Μητέρα της Τσο-Τσο-Σαν Αμαλία Αυλωνίτη
Θεία Βάγια Κωφού 
Ξαδέλφη Φωτεινή Χατζιδάκη

Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ

Σημειώνεται ότι λόγω της πανδημίας του κορονοϊού COVID-19, η όπερα παρουσιάστηκε στην ενορχήστρωση του Έττορε Πανίτσα για περιορισμένη ορχήστρα (εκδ. Ricordi).

Φωτογραφίες & βίντεο

Φωτογραφίες

Κριτικές

Μια ιδανική Μπατερφλάι

Η Γιάχο υπήρξε μια ιδανική Μπατερφλάι: εύθραυστη και ευάλωτη, γοητευτικά αφελής και τρυφερή, βαθιά συγκινητική στις αφειδώλευτα συναισθηματικές εξάρσεις και στα σπαρακτικά ξεσπάσματα της τραγικής συντριβής της.

Γιάννης Σβώλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών

Μια σπουδή στο ταλέντο της

Μια σπουδή στο ταλέντο της [Ερμονέλας Γιάχο] και στην περιβόητη ανά τον κόσμο υποκριτική της δεινότητα είναι η παρακολούθηση αυτής της παράστασης, μέσα από την οθόνη του λάπτοπ ή την οθόνη της τηλεόρασης. Κάπως σαν ένα masterclass.

Κατερίνα Ανέστη, iefimerida.gr

Πάγιος χορηγός

Χορηγοί προιόντων

Creative partner

Technology partner

Υποστηρικτής

Χορηγοί φιλοξενίας

Χορηγοί επικοινωνίας